πάρκινγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Υπαίθριο πάρκινγκ αυτοκινήτων.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάρκινγκ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική parking

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάρκινγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. η στάθμευση
  2. ο χώρος στάθμευσης

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πάρκινγκΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)