parking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- parking < (άμεσο δάνειο) αγγλική parking
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parking | parkings |
parking (fr) αρσενικό
- η στάθμευση, το παρκάρισμα
- το πάρκινγκ
- (οικείο) σαν δεύτερο συνθετικό, εκφράζει μια λύση δεύτερης κατηγορίας, με μικρότερη αξία ή χωρίς μέλλον, της πλάκας