garage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- garage < (άμεσο δάνειο) γαλλική garage
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
garage (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- garage < garer
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
garage | garages |
garage (fr)
- το γκαράζ, σταθμός αυτοκινήτων (δημόσιος ή ιδιωτικός)
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
garage (it)