Μετάβαση στο περιεχόμενο

garage

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Garage
      ενικός         πληθυντικός  
garage garages

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
garage < (άμεσο δάνειο) γαλλική garage

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

garage (en)

  1. το γκαράζ, ο σταθμός αυτοκινήτων
      In new apartment buildings, the construction of underground garages in mandatory.
    Στις καινούριες πολυκατοικίες είναι υποχρεωτική η κατασκευή υπόγειων γκαράζ.
  2. το γκαράζ, το συνεργείο
      The car broke down and I took it to the garage to get it fixed.
    Χάλασε το αυτοκίνητο και το πήγα στο συνεργείο να μου το φτιάξουν.
  3. περικοπή του parking garage
      We parked in a multi-level garage.
    Παρκάραμε σε ένα πολυώροφο πάρκινγκ.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
garage < garer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡa.ʁaʒ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
garage garages

garage (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
garage < γαλλική garer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

garage (it)