γκαράζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαράζ ουδέτερο, άκλιτο
- υπαίθριος ή στεγασμένος χώρος που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, ώστε να σταθμεύονται και να φυλάσσονται αυτοκίνητα
- εργαστήριο όπου επισκευάζονται και συντηρούνται αυτοκίνητα