parcel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parcel (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
parcel (en)
- φτιάχνω ένα δέμα, τυλίγω κάτι σε δέμα γιανα το στείλω