plot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plot | plots |
plot (en)
- η πλοκή, η υπόθεση
- το οικόπεδο
- το σχέδιο ή η συνωμοσία για τη διάπραξη ενός εγκλήματος
- το γράφημα ή το διάγραμμα, φτιαγμένο με το χέρι ή από ηλεκτρονική συσκευή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | plot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plots |
αόριστος | plotted |
παθητική μετοχή | plotted |
ενεργητική μετοχή | plotting |
plot (en)
- (μεταβατικό) σχεδιάζω ένα έγκλημα
- (αμετάβατο) συνωμοτώ, μηχανορραφώ
- φτιάχνω ένα γράφημα ή διάγραμμα
- σημειώνω (πχ μια θέση σε ένα γράφημα ή διάγραμμα)
Πηγές[επεξεργασία]
- plot (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- plot (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 552-553, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: μηχανορραφώ, υπόθεση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plot | plots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plot (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) μεταλλικό έλασμα που επιτρέπει μια ηλεκτρική σύνδεση, η επαφή
- (τεχνολογία) ψηφιακή πληροφορία στην οθόνη ενός ραντάρ που παριστάνει ένα κινούμενο αντικείμενο
- (αθλητισμός) κωνικό αντικείμενο που χρησιμεύει στον καθορισμό ορίων για μια δραστηριότητα
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plot (cs) αρσενικό
- ο φράχτης