Μετάβαση στο περιεχόμενο

graph

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
graph graphs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

graph (en)

  • το διάγραμμα, το γράφημα, ο γράφος, η γραφική παράσταση, η οπτική απεικόνιση κάποιων δεδομένων
      historical/statistical graph - ιστορικό/στατιστικό διάγραμμα/γράφημα
      Fluctuations in the price of the drachma are plotted on the graph with a curve.
    Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη.
      A graph helps us to represent our data in a visual way.
    Ένα γράφημα μας βοηθάει να αναπαραστήσουμε τα δεδομένα μας με οπτικό τρόπο.
      graphs of mathematical calculations - μαθηματικοί υπολογισμοί επί των γράφων
      graph theory - θεωρία των γράφων
      The graph of a3 is…
    Η γραφική παράσταση του α3 είναι...
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη chart