package
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
package | packages |
package (en)
- το δέμα, το πακέτο, πράγματα τυλιγμένα με χαρτί ή βαλμένα σε κουτί
- ⮡ The package is waiting to be picked up.
- Το πακέτο περιμένει να παραληφθεί.
- ⮡ The package is waiting to be picked up.
- το πακέτο, σύνολο πραγμάτων, πχ. μέτρων
- ⮡ a package deal - συμφωνία πακέτο
- ⮡ It’s a package of measures to help small businesses.
- Είναι ένα πακέτο μέτρων για να βοηθήσει τις μικρές επιχειρήσεις.
- ⮡ Private health insurance is offered as part of the employees’ benefits package.
- Η ιδιωτική ασφάλιση υγείας προσφέρεται ως μέρος του πακέτου παροχών των υπαλλήλων.
- (ευφημισμός) το πράμα, τα ανδρικά γεννητικά όργανα
- (λογισμικό) το πακέτο λογισμικού
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (πληροφορική) package manager
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | package |
γ΄ ενικό ενεστώτα | packages |
αόριστος | packaged |
παθητική μετοχή | packaged |
ενεργητική μετοχή | packaging |
package (en)
- συσκευάζω, πακετάρω, ετοιμάζω δέμα
- ⮡ produced and packaged by - παράγεται και συσκευάζεται από
- ⮡ These books are easily packaged.
- Αυτά τα βιβλία πακετάρονται εύκολα.