package
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
package (en)
- δέμα, πακέτο (πράγματα τυλιγμένα με χαρτί ή βαλμένα σε κουτί)
- ↪ the UPS guy tried to deliver a package but you weren't here to sign for it, he left a pick-up slip
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ the UPS guy tried to deliver a package but you weren't here to sign for it, he left a pick-up slip
- πακέτο (σύνολο πραγμάτων, πχ. μέτρων)
- ↪ Congress is supposed to vote on the health care package before the end of the month
- (ευφημισμός) τα ανδρικά γεννητικά όργανα, πράμα
- (λογισμικό) πακέτο λογισμικού
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (πληροφορική) package manager
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
package στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
package (en)
- ετοιμάζω δέμα, πακετάρω