Μετάβαση στο περιεχόμενο

πράμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: πρᾶμα

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πράμα τα πράματα
      γενική του πράματος των πραμάτων
    αιτιατική το πράμα τα πράματα
     κλητική πράμα πράματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πράμα < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική πρᾶμα < αρχαία ελληνική πρᾶγμα με αφομοίωση [ɡm] > [mm] και απλοποίηση της προφοράς των δύο [m]. Συγκρίνετε με το πράγμα.[1]
για την κρητική διάλεκτο, σημασία «τίποτα» < (άμεσο δάνειο) τουρκική şey (πράγμα) που χρησιμοποιείται σε παρόμοια έκφραση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) πβ. γαλλική rien (τίποτα) και καταλανική res (τίποτα) από τη λατινική rēs (πράγμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πράμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πράμα ουδέτερο

  1. άλλη προφορά του πράγμα
  2. (στον πληθυντικό) πράματα δουλειές (γενικώς)
    παράδειγμα  έχω να κάνω πολλά πράματα σήμερα, δεν θα προλάβω
  3. (κρητικά) τίποτα, τίποτε
    παράδειγμα  Μα δεν κατές εσύ πράμα! - Μα εσύ δεν κατέχεις (καταλαβαίνεις) τίποτε!
    παράδειγμα  Ηντάπαθες; –Πράμα! Γιάντα με γροικάς έτσα; - Τι έπαθες; –Τίποτα! Γιατί με κοιτάς έτσι;
  4. (οικείο) γεννητικά όργανα (κυρίως γυναικείο)
  5. (οικείο) γεγονότα, δουλειές
  6. (αργκό) ναρκωτικά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]