Μετάβαση στο περιεχόμενο

packaging

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

packaging (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η συσκευασία, τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την συσκευασία
      milk/jam in individual packaging - γάλα/μαρμελάδα σε ατομική συσκευασία
      Proper packaging ensures the good preservation of products.
    Η κατάλληλη συσκευασία εξασφαλίζει την καλή διατήρηση των προϊόντων.
  2. η συσκευασία, το πακετάρισμα, η τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα σε περικάλυμμα
      packaging expenses - έξοδα συσκευασίας
      He helped him in packaging the books.
    Τον βοήθησε στο πακετάρισμα των βιβλίων.
     συνώνυμα: packing

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

packaging (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
packaging < αγγλική package

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ka.dʒiɳ ή pa.kɛ.dʒiɳ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
packaging packagings

packaging (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]