καταναλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταναλώνω < μεσαιωνική ελληνική καταναλώνω < αρχαία ελληνική καταναλίσκω < κατά + ἀναλίσκω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταναλώνω (παθητική φωνή: καταναλώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ξοδεύω, δαπανώ
  2. (μεταφορικά) αφιερώνω
  3. τρώω, πίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]