αυτοκατανάλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκατανάλωση οι αυτοκαταναλώσεις
      γενική της αυτοκατανάλωσης των αυτοκαταναλώσεων
    αιτιατική την αυτοκατανάλωση τις αυτοκαταναλώσεις
     κλητική αυτοκατανάλωση αυτοκαταναλώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκατανάλωση < αυτο- + κατανάλωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοκατανάλωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]