αντικαταναλωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικαταναλωτισμός < αντι- + καταναλωτισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικαταναλωτισμός αρσενικό
- η τάση να αντιστραφεί σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο η υπερκατανάλωση και η φιλοσοφία του καταναλωτισμού είτε για λόγους βιοθεωρίας και κοσμοθεωρίας είτε για οικολογικούς και οικονομικούς σκοπούς και προκειμένου να σημειωθεί στροφή προς την αειφορία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντικαταναλωτικός
- → δείτε τη λέξη καταναλώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικαταναλωτισμός