υπερκαταναλωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερκαταναλωτισμός < υπερ- + καταναλωτισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερκαταναλωτισμός αρσενικό
- τάση για υπερκατανάλωση (ως κοινωνικό φαινόμενο)