consume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | consume |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consumes |
αόριστος | consumed |
παθητική μετοχή | consumed |
ενεργητική μετοχή | consuming |
Ρήμα
[επεξεργασία]consume (en)
- καταναλώνω, ξοδεύω, χρησιμοποιώ κάτι, ειδικά καύσιμα, ενέργεια ή χρόνο
- ⮡ We consume oil/calories.
- Καταναλώνουμε πετρέλαιο/θερμίδες.
- ⮡ He consumed his fortune in a year.
- Ξόδεψε την περιουσία του σ' ένα χρόνο.
- ⮡ energy-consuming global cryptocurrency creation - ενεργοβόρα η παγκόσμια δημιουργία κρυπτονομισμάτων
- ⮡ We consume oil/calories.
- (επίσημο) καταναλώνω, τρώω ή πίνω κάτι
- ⮡ We consume meat/beer.
- Καταναλώνουμε κρέας/μπύρα.
- ⮡ That much bread cannot be consumed in a day.
- Τόσο ψωμί δεν μπορεί να καταναλωθεί σε μια μέρα.
- ⮡ We consume meat/beer.
- (επίσημο, συχνά στην παθητική φωνή) κατατρώγω, βασανίζω κάποιον ψυχικά
- ⮡ She was consumed by envy/pain.
- Την κατατρώει ο φθόνος/πόνος.
- ⮡ He is consumed by ambition./Ambition consumes him.
- Τον κατατρώει η φιλοδοξία.
- ⮡ She was consumed by envy/pain.
- κατατρώγω, καταβροχθίζω, καταστρέφω εντελώς από φωτιά
- ⮡ The fire consumed everything.
- Η φωτιά τα κατάφαγε όλα.
- ⮡ The fire quickly consumed the wooden houses.
- Η φωτιά καταβρόχθισε γρήγορα τα ξύλινα σπίτια.
- ⮡ The forest was consumed by fire.
- Το δάσος καταστράφηκε από φωτιά.
- ⮡ The fire consumed everything.