Acker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Acker (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Äcker)
- ο αγρός
Acker (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Äcker)