αναδημιουργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναδημιουργία οι αναδημιουργίες
      γενική της αναδημιουργίας των αναδημιουργιών
    αιτιατική την αναδημιουργία τις αναδημιουργίες
     κλητική αναδημιουργία αναδημιουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναδημιουργία < ανα- + δημιουργία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναδημιουργία θηλυκό

  • η εκ νέου δημιουργία ενός πράγματος που είχε καταστραφεί ή φθαρεί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]