θρησκεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θρησκεία | οι | θρησκείες |
γενική | της | θρησκείας | των | θρησκειών |
αιτιατική | τη | θρησκεία | τις | θρησκείες |
κλητική | θρησκεία | θρησκείες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θρησκεία < ελληνιστική θρησκεία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θρησκεία θηλυκό
- παγιωμένο σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών που αφορούν στη σχέση του ανθρώπου με το θεό
- Η θρησκεία περιορίζει τα πάθη και σου δίνει σκοπό.
- (φιλοσοφία) οποιοδήποτε μη συνειδητοποιημένο φαντασιακό επινόημα
- Το χρήμα, η δημοκρατία, η κρατική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα κράτη αποτελούν φαντασιακά επινοήματα, ανθρώπινες συμβάσεις. Οι σημαντικότεροι θεωρητικοί αυτών των φαντασιακών επινοήσεων παραδέχονται ρητά ότι αποτελούν αναγκαίες συμβάσεις, όμως η θρησκεία αν γίνει αντιληπτή ως σύμβαση και όχι ως απόλυτη αλήθεια, εξανεμίζεται.
- (μεταφορικά) η απόλυτη αφοσίωση σε ένα σκοπό
- Η ομάδα είναι θρησκεία για μένα.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
θρησκεία στη Βικιπαίδεια
-
θρησκεία στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρησκεία