ανεξίθρησκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξίθρησκος < αρχαία ελληνική ἀνεξι- + θρησκεία + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξίθρησκος, -η, -ο
- που ανέχεται όλες τις θρησκείες ανεξαρτήτως απ΄ ό,τι πρεσβεύει ο ίδιος, που δέχεται και άλλα δόγματα εκτός από εκείνο που ενστερνίζεται
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανεξιθρησκία
- → δείτε τις λέξεις ανέχομαι, έχω και θρησκεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξίθρησκος
|