religio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | religio | religioj |
αιτιατική | religion | religiojn |
religio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | religio | religioj |
αιτιατική | religion | religiojn |
religio (eo)