ομόθρησκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομόθρησκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμόθρησκος. Συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + θρησκ(εία) + -ος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈmo.θɾi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μό‐θρη‐σκος
Επίθετο[επεξεργασία]
ομόθρησκος, -η, -ο
- που έχει την ίδια θρησκεία με κάποιον άλλο
- ↪ Οι Τούρκοι και οι Άραβες είναι ομόθρησκοι λαοί.
- ≠ αντώνυμα: αλλόθρησκος, ετερόθρησκος
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη θρησκεία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομόθρησκος
Πηγές[επεξεργασία]
- ομόθρησκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ομόθρησκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)