θρήσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θρήσκος | η | θρήσκα | το | θρήσκο |
γενική | του | θρήσκου | της | θρήσκας | του | θρήσκου |
αιτιατική | τον | θρήσκο | τη | θρήσκα | το | θρήσκο |
κλητική | θρήσκε | θρήσκα | θρήσκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θρήσκοι | οι | θρήσκες | τα | θρήσκα |
γενική | των | θρήσκων | των | θρήσκων | των | θρήσκων |
αιτιατική | τους | θρήσκους | τις | θρήσκες | τα | θρήσκα |
κλητική | θρήσκοι | θρήσκες | θρήσκα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θρήσκος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θρῆσκος [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθɾi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρή‐σκος
Επίθετο[επεξεργασία]
θρήσκος, -α, -ο
- (για άνθρωπο) που έχει έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα και συμμετέχει ενεργά στην εκκλησιαστική ζωή
- (και ουσιαστικοποιημένο) ο θρήσκος, η θρήσκα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη θρησκεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρήσκος
[επεξεργασία]
- ↑ θρήσκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)