synagoga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
synagoga (pl) θηλυκό
- η συναγωγή (τόπος λατρείας)