tempo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tempo < temp + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική tempo tempoj
αιτιατική tempon tempojn

tempo (eo)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tempo < λατινική tempus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtɛm.po/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
tempo tempi

tempo (it) αρσενικό

  1. (μετεωρολογία) ο καιρός
  2. ο χρόνος
  3. τμήμα, μέρος (για ταινία, έργο)
  4. (γραμματική) χρόνος
  5. (μουσική) το τέμπο

Πηγές[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtɛ̃mpɔ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tempo (pl) ουδέτερο

  1. (μουσική) ο χρόνος, το τέμπο
  2. (κατ’ επέκταση) η ταχύτητα εκτέλεσης ενός έργου, μιας διαδικασίας



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
tempo tempos

tempo (pt) αρσενικό

  1. ο καιρός