tempo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tempo | tempoj |
αιτιατική | tempon | tempojn |
tempo (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tempo | tempi |
tempo (it) αρσενικό
- (μετεωρολογία) ο καιρός
- ο χρόνος
- τμήμα, μέρος (για ταινία, έργο)
- (γραμματική) χρόνος
- (μουσική) το τέμπο
Πηγές[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tempo (pl) ουδέτερο
- (μουσική) ο χρόνος, το τέμπο
- (κατʼ επέκταση) η ταχύτητα εκτέλεσης ενός έργου, μιας διαδικασίας
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tempo | tempos |
tempo (pt) αρσενικό
- ο καιρός
Κατηγορίες:
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Μετεωρολογία (ιταλικά)
- Γραμματική (ιταλικά)
- Μουσική (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Μουσική (πολωνικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)