κατάθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάθεση < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή κατάθε(σις) (τοποθέτηση στο έδαφος, πληρωμή) + -ση < αρχαία ελληνική κατάθεσις (υποθήκη) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική déposition[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάθεση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταθέτω
- (νομική) η μαρτυρία σε δημόσιες αρχές
- ένορκη κατάθεση
- (οικονομία) η παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα
- (νομική) η μαρτυρία σε δημόσιες αρχές
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις καταθέτω και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικονομία
[επεξεργασία]
- ↑ «κατάθεση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Νομική (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)