deposit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
deposit deposits

deposit (en)

  1. το κοίτασμα
  2. η εναπόθεση
  3. η κατάθεση
    I went to the bank yesterday to make a deposit.
    Πήγα χθες στην τράπεζα να κάνω κατάθεση.
  4. η προκαταβολή
    I don’t have enough money for the deposit on the house.
    Δεν έχω αρκετά χρήματα για την προκαταβολή για το σπίτι.

Ρήμα[επεξεργασία]

deposit (en)