Μετάβαση στο περιεχόμενο

acte

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
acte actes

acte (fr) αρσενικό

  1. η πράξη, η ενέργεια
  2. (θέατρο) η πράξη