mine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

mine (en) (κτητική αντωνυμία του I)

  • δικός μου
    These are mine.
    Αυτά είναι δικά μου.
    Mine is on the table.
    Το δικό μου είναι στο τραπέζι.
    → δείτε ο κτητικός προσδιοριστής my

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mine mines

mine (en)

  1. το ορυχείο, το μεταλλείο
  2. όρυγμα γεμισμένο με εκρηκτικά
  3. (οπλισμός, στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) νάρκη (εκρηκτικός μηχανισμός)
    → δείτε και τις λέξεις minefield και minesweeper
  4. (μεταφορικά) ο θησαυρός
    She is a mine of information
    Είναι θησαυρός πληροφοριών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repository

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας mine
γ΄ ενικό ενεστώτα mines
αόριστος mined
παθητική μετοχή mined
ενεργητική μετοχή mining

mine (en)

  1. εξορύσσω
  2. ναρκοθετώ
  3. προκαλώ βλάβη σε όχημα ή σκάφος με νάρκη



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /min/

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mine mines
mine < ίσως από τη βρετανική min (ράμφος, ρύγχος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mine (fr) θηλυκό

  1. η εμφάνιση του σώματος
  2. η εμφάνιση του προσώπου που δείχνει τη φυσική κατάστασή του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mine mines
mine < ίσως από τη γαλλορωμανική *mina < κελτικής προέλευσης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mine (fr) θηλυκό

  1. η στήλη γραφίτη που βρίσκεται στο εσωτερικό των μολυβιών
  2. το ορυχείο, το μεταλλείο, το μεταλλωρυχείο
    → δείτε και τις λέξεις minerai και mineur
  3. (οπλισμός) η νάρκη
    → δείτε και τις λέξεις miner, champ de mines, déminage, déminer και démineur