she (en) (γ΄πρόσωπο, ονομαστική ενικού, θηλυκού γένους) αιτιατική: her, αυτοπαθής: herself, κτητική αντωνυμία: hers, κτητικός προσδιοριστής: her)
- (προσωπική αντωνυμία) αυτή, πρόσωπα ή ζώα θηλυκού γένους
- ⮡ She is a smart woman.
- (Αυτή) είναι έξυπνη γυναίκα.
- ⮡ My dog is female and she is very fast.
- Η σκύλα μου είναι θηλυκή και (αυτή) είναι πολύ γρήγορη.
- της στη φράση «της αρέσει»
- ⮡ She likes the song a lot.
- Της αρέσει πολύ το τραγούδι.
- τη στη φράση «να 'τη»
- ⮡ -Where is she? -Here she is! Here she is Maria!
- -Πού' ν' 'τη; -Να 'τη! Να 'τη η Μαρία!
- (προσωπική αντωνυμία) αυτή/αυτό, για να δηλώσει πλοίο ή βάρκα
- ⮡ It is a historic ship and she is beautiful.
- Είναι ένα ιστορικό πλοίο και (αυτό) είναι όμορφο.
- χρησιμοποιείται για να δηλώσει πρόσωπα θηλυκού γένους, ζώα θηλυκού γένους, πλοία και μερικές φορές χώρες
αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Πίνακας για αγγλικές αντωνυμίες (pronouns). Τύποι του προφορικού λόγου σε (παρένθεση). Απαρχαιωμένοι τύποι ανάμεσα σε {αγκύλες}. |
|
προσωπικές αντωνυμίες personal pronouns |
αυτοπαθείς reflexive |
κτητικές possessive pronouns |
possessive determiners κτητικοί προσδιορισμοί ουσιαστικών |
πρόσωπα persons |
αριθμοί numbers |
ονομαστική υποκειμένου subjective |
αιτιατική αντικειμένου objective |
α΄ 1st |
ενικός singular |
I (me) | me | myself | mine | my |
πληθυντικός plural |
we | us | ourselves | ours | our |
β΄ 2nd |
ενικός singular |
you {thou} | you {thee} | yourself {thyself} | yours {thine} | your {thy} {thine προ φωνηέντων} |
πληθυντικός plural |
you {ye} | you | yourselves | yours {yourn} | your |
γ΄ 3rd |
εν. sing. |
αρσενικό masculine |
he | him | himself | his | his |
θηλυκό feminine |
she | her | herself | hers | her |
ουδέτερο neuter |
it | it | itself | its | its |
χωρίς γένος genderless |
they | them | themself themselves | theirs | their |
χωρίς γένος, λόγιο |
one | one | oneself | — | one's |
πληθυντικός plural |
they | them ('em) | themselves | theirs | their |
άλλες αντωνυμίες |
αλληλοπαθείς • reciprocal |
each other, one another |
αναφορικές • relative |
that, which, who, whom, whose |
δεικτικές • demonstrative |
this (πληθυντικός: these), that (πληθυντικός: those) |
αόριστες • indefinite |
Κατηγορία:Αόριστες αντωνυμίες (αγγλικά) όπως any, one, someone, ... |
ερωτηματικές • interrogative |
Κατηγορία:Ερωτηματικές αντωνυμίες (αγγλικά) όπως how many? which? |