βάρκα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | βάρκα | βάρκες |
γενική | βάρκας | βαρκών |
αιτιατική | βάρκα | βάρκες |
κλητική | βάρκα | βάρκες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάρκα < μεσαιωνική ελληνική βάρκα < υστερολατινική barca < λατινική baris < αρχαία ελληνική βᾶρις (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακά byra[χρειάζεται μεταγραφή] και bary[χρειάζεται μεταγραφή][1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάρκα θηλυκό
- μικρό θαλάσσιο σκάφος, ξύλινο, μεταλλικό, ή πλαστικό, με κοίλη κατασκευή που κινείται με κουπιά, ή πανιά (ιστία) ή με φερόμενη μικρή εξωλέμβια μηχανή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- την κάτσαμε τη βάρκα: για περιπτώσεις που κάτι πήγε στραβά και δεν πέτυχε, συνήθως όταν υπάρχουν και δυσάρεστες συνέπειες