λέμβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέμβος | οι | λέμβοι |
γενική | της | λέμβου | των | λέμβων |
αιτιατική | τη | λέμβο | τις | λέμβους |
κλητική | λέμβε | λέμβοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέμβος < (καθαρεύουσα) ἡ λέμβος (θηλυκό), (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁ λέμβος (αρσενικό) με αλλαγή σε θηλυκό όπως η άκατος, η βάρκα.[1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈleɱ.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέμ‐βος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέμβος θηλυκό
- (λόγιο) μικρό σκάφος με συγκεκριμένη χρήση
- ↪ δίκωπη λέμβος, τετράκωπη λέμβος
- ↪ σωσίβια λέμβος
- το καλάθι του αερόστατου
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λέμβος
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέμβος θηλυκό (καθαρεύουσα)
- → δείτε λέμβος όπως στην κοινή νεοελληνική
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ λέμβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λέμβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λέμβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)