myself

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

myself < my + -self

Αντωνυμία[επεξεργασία]

myself (en) (αυτοπαθής του I)

  1. (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό μου
    I must take care of myself.
    Πρέπει να προσέχω τον εαυτό μου.
  2. (εμφατικό) ο ίδιος/η ίδια, εγώ
    I, myself, saw him.
    Εγώ, ο ίδιος, τον είδα.
    I was forced to undertake his defense myself, because he was unjustly accused.
    Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 383. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ίδιος