person
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
person | persons / people |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
person (en)
- πρόσωπο, φυσικό ή νομικό
- (γραμματική) πρόσωπο
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
person (eo)