people

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
people peoples

people (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) οι άνθρωποι, ο κόσμος
    ⮡  Some people believe that…
    Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι…
    ⮡  How many people came?
    Πόσοι άνθρωποι ήρθαν;
    ⮡  I hear people next door.
    Ακούω κόσμο πλάι.
  2. (μόνο πληθυντικός) ο κόσμος, όλοι γενικά
    ⮡  What will the people say?
    Τι θα πει ο κόσμος;
    ⮡  All people know that.
    Όλος ο κόσμος το ξέρει.
    ⮡  Don’t attach importance to what people say.
    Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
  3. (μετρήσιμο) ο λαός, όλοι οι άνθρωποι που ζουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή ανήκουν σε μια συγκεκριμένη χώρα, εθνική ομάδα κτλ.
    ⮡  the peoples of Asia - οι λαοί της Ασίας
  4. (μόνο πληθυντικός, the people) ο λαός, οι απλοί πολίτες μιας χώρας και όχι αυτοί που κυβερνούν ή έχουν ειδική θέση στην κοινωνία
    ⮡  We must not neglect the common people.
    Δεν πρέπει να παραμελήσουμε τον απλό λαό.
  5. (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο) ο κόσμος, καλεσμένοι ή φίλοι
    ⮡  We will be having people over tonight.
    Θα έχουμε κόσμο απόψε.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

people (en)