people
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
people | peoples |
people (en)
- (μόνο πληθυντικός) οι άνθρωποι, ο κόσμος
- ⮡ Some people believe that…
- Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι…
- ⮡ How many people came?
- Πόσοι άνθρωποι ήρθαν;
- ⮡ I hear people next door.
- Ακούω κόσμο πλάι.
- ⮡ Some people believe that…
- (μόνο πληθυντικός) ο κόσμος, όλοι γενικά
- ⮡ What will the people say?
- Τι θα πει ο κόσμος;
- ⮡ All people know that.
- Όλος ο κόσμος το ξέρει.
- ⮡ Don’t attach importance to what people say.
- Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
- ⮡ What will the people say?
- (μετρήσιμο) ο λαός, όλοι οι άνθρωποι που ζουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή ανήκουν σε μια συγκεκριμένη χώρα, εθνική ομάδα κτλ.
- ⮡ the peoples of Asia - οι λαοί της Ασίας
- (μόνο πληθυντικός, the people) ο λαός, οι απλοί πολίτες μιας χώρας και όχι αυτοί που κυβερνούν ή έχουν ειδική θέση στην κοινωνία
- ⮡ We must not neglect the common people.
- Δεν πρέπει να παραμελήσουμε τον απλό λαό.
- ⮡ We must not neglect the common people.
- (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο) ο κόσμος, καλεσμένοι ή φίλοι
- ⮡ We will be having people over tonight.
- Θα έχουμε κόσμο απόψε.
- ⮡ We will be having people over tonight.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]people (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- people - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 69, 468-469, 493. ISBN 9780194325684., λήμμα: άνθρωπος, κόσμος, λαός