possessive pronoun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
possessive pronoun possessive pronouns

Ετυμολογία [επεξεργασία]

possessive pronoun < → δείτε τις λέξεις possessive και pronoun

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

possessive pronoun (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]