themselves

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
themselves < them + -selves

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

themselves (en) (γ' προσώπο, αυτοπάθεια του they)

  • στον πληθυντικό
    1. (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό τους
      ⮡  They wanted to help themselves.
      Θέλησαν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.
    2. (εμφατικό) οι ίδιοι, αυτοί καθαυτούς
      ⮡  Did they tell that to you themselves?
      Αυτό σου το είπαν οι ίδιοι;
      ⮡  For the time being, the results of the discussions themselves are not particularly important, but the conversation between the two countries is.
      Προς το παρόν τα αποτελέσματα των συζητήσεων αυτών καθαυτές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αλλά η συνομιλία αναμεταξύ των δύο χωρών.
  • στον ενικό
    1. (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό του
      ⮡  Anyone can buy it for themselves.
      Ο καθένας μπορεί να το αγοράσει για τον εαυτό του.
    2. (εμφατικό) ο ίδιος, αυτός καθαυτόν
      ⮡  Did they tell you themselves?
      Σου το είπε ο ίδιος;
      ⮡  The person themselves is keeping us busy.
      Αυτός καθαυτόν ο άνθρωπος μας απασχολεί.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 255. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εαυτός