mining
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mining (en)
- όρυξη, εξόρυξη, η εκμετάλλευση ορυχείου
- (νεολογισμός) η διαδικασία δημιουργίας νέων μονάδων κρυπτονομισμάτων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- mining στην αγγλική Βικιπαίδεια