mining

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mining < mine + -ing

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmaɪnɪŋ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mining (en)

  1. όρυξη, εξόρυξη, η εκμετάλλευση ορυχείου
  2. (νεολογισμός) η διαδικασία δημιουργίας νέων μονάδων κρυπτονομισμάτων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • mining στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια