miner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
miner miners

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
miner < mine + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

miner (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
miner < mine

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.ne/
 

miner (fr)

  1. (παρωχημένο) καταστρέφω με μια νάρκη
     συνώνυμα: saper
  2. σκάβω το εσωτερικό ενός αντικειμένου, ξύνω από μέσα
     συνώνυμα: caver, creuser, fouir, ronger, saper
  3. (μεταφορικά) διαλύω, καταστρέφω, φθείρω
     συνώνυμα: abattre, affaiblir, diminuer, user
  4. τοποθετώ νάρκες, ναρκοθετώ
     αντώνυμα: déminer
  5. κάνω κάποιον να αρρωστήσει, να υποφέρει
     αντώνυμα: guérir, remonter