déminage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- déminage < déminer
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déminage | déminages |
déminage (fr) αρσενικό
- η αφαίρεση των ναρκών ενός πεδίου
- η ναρκαλιεία