lasting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | lasting |
συγκριτικός | more lasting |
υπερθετικός | most lasting |
lasting (en)
- διαρκής
- ↪ lasting peace - διαρκής ειρήνη
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
lasting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του last
Πηγές[επεξεργασία]
- lasting - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 227. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαρκής