after
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
after (en) (χωρίς παραθετικά)
Πρόθεση[επεξεργασία]
after (en)
- μετά, αργότερα, ύστερα
- κατόπιν
- έπειτα
- πίσω
- όπως, κατά, σαν
- πάω για κάτι
- ↪ He is after glory.
- Πάει για δόξα.
- ↪ He is after glory.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- after (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: πηγαίνω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
after | afters |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
after (fr) αρσενικό
- συγκέντρωση μετά από μια εορταστική δραστηριότητα