model
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
model (en)
- δημιουργώ ένα μοντέλο, μοντελοποιώ
- He was trying to model the stock markets (Προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα μοντέλο για το χρηματιστήριο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
model (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
(πληροφορική)
- Component Object Model (COM)
- color model
- data model
- Document Object Model (DOM)
- relational model
- entity-relationship diagram ή entity-relationship model
- OSI model
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
model (pl) αρσενικό
- το μοντέλο ως: