normalize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας normalize
γ΄ ενικό ενεστώτα normalizes
αόριστος normalized
παθητική μετοχή normalized
ενεργητική μετοχή normalizing

Ρήμα[επεξεργασία]

normalize (en)

  • εξομαλύνω
    The diplomatic relations of the two countries were normalized.
    Εξομαλύνθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις δύο χωρών.