κανονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανονιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]κανονιστικός
- είναι αυτός που βγάζει συμπεράσματα αξιακά, θεσπίζει κανόνες, αρχές κρίσης και νοοτροπίας
- η κανονιστική θεώρηση των φιλελεύθερων πως τα δημοκρατικά καθεστώτα δεν πολεμούν μεταξύ τους, βρίσκει απέναντι τους ρεαλιστές σχετικά με τα κόστη και οφέλη του πολέμου
- είναι αυτός ή αυτό που έχει να κάνει με τους κανόνες, τις αξίες συμπεριφοράς των ανθρώπων που υιοθετούνται, τις προτεραιότητες που θέτουν και έχει σκοπό να ρυθμίσει τις επιλογές που κάνουν
- είναι κανονιστική η απαίτηση για ελεύθερο εμπόριο παντού και πάντα και αντιβαίνει με την εργαλειακή αξιοποίησή του ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις
- πολλάκις οι μανάδες προτρέπουν κανονιστικά τα τέκνα τους να τρώνε όλο τους το φαγητό, λέγοντάς τους ότι όλα τα παιδιά της ηλικίας τους πράττουν ως έχει
- που έχει έναν ηθικό χαρακτήρα, έναν ιδεολογικό ή δεοντολογικό, ρυθμίζει τα πράγματα ώστε να γίνονται έτσι όπως πρέπει, με βάση τα δεδομένα της κοινωνίας
- (νομικός όρος) νομική πράξη ρυθμιστικού χαρακτήρα
- με τις διοικητικές πράξεις ασκείται δημόσια εξουσία παραγωγής κανόνων δικαίου και χωρίζονται σε ατομικές και κανονιστικές. Οι πρώτες απευθύνονται σε ορισμένο πρόσωπο, ενώ οι δεύτερες έχουν απρόσωπο χαρακτήρα, δηλαδή απευθύνονται σε κάθε πρόσωπο που συγκεντρώσει ορισμένες προϋποθέσεις και χαρακτηρίζεται από ορισμένη κατηγορία