normative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

normative (en)

  • κανονιστικός, που προσδιορίζει, καθορίζει, ορίζει, ή περιγράφει τι είναι το στάνταρντ, ο ενδεδειγμένος ή συνήθης-κοινός τρόπος

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

normative (fr)