normative
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]normative (en)
- κανονιστικός, που προσδιορίζει, καθορίζει, ορίζει, ή περιγράφει τι είναι το στάνταρντ, ο ενδεδειγμένος ή συνήθης-κοινός τρόπος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]normative (fr)