ρυθμιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρυθμιστικός < μεσαιωνική ελληνική ῥυθμιστικός < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός
Επίθετο
[επεξεργασία]ρυθμιστικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρυθμιστικός