ῥυθμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥυθμός < αρχαία ελληνική ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥυθμός




Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥυθμός οἱ ῥυθμοί
      γενική τοῦ ῥυθμοῦ τῶν ῥυθμῶν
      δοτική τῷ ῥυθμ τοῖς ῥυθμοῖς
    αιτιατική τὸν ῥυθμόν τοὺς ῥυθμούς
     κλητική ! ῥυθμέ ῥυθμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥυθμώ
γεν-δοτ τοῖν  ῥυθμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥυθμός αρσενικό

  1. ο ρυθμός, κάθε κίνηση που επαναλαμβάνεται
    ※  πᾶς ῥυθμός ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει (Αριστοτέλης)
    θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν (:πιο γρήγορα)
  2. το μέτρο, η μετρημένη κίνηση ή χρόνος, στον ήχο (μουσική) ή αλλού, η τάξη, σειρά
    ※  τῇ δὴ τῆς κινήσεως τάξει ῥυθμὸς ὄνομα εἴη, τῇ δὲ αὖ τῆς φωνῆς, τοῦ τε ὀξέος ἅμα καὶ βαρέος συγκεραννυμένων, ἁρμονία ὄνομα προσαγορεύοιτο (Πλάτωνας)
  3. ο φυσιολογικός ρυθμός, η κανονική επανάληψη
    ἐν τῷ ῥυθμῷ ἀναπνεῖν
  4. διάθεση, τάση, ίσως και μοίρα, τρόπος ενέργειας, διευθέτησης
    οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει
    ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεπούς
  5. σχήμα, είδος, στιλ
    ※  μετὰ δὲ χρόνου προβαίνοντος ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ῥυθμὸν τῶν γραμμάτων (Ηρόδοτος, για το φοινικικό και ελληνικό αλφάβητο)
    κεγχροειδὲς τῷ ῥυθμῷ
    τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]