ῥεῦμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρεύμα, ρέμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥεῦμᾰ τὰ ῥεύμᾰτ
      γενική τοῦ ῥεύμᾰτος τῶν ῥευμᾰ́των
      δοτική τῷ ῥεύμᾰτ τοῖς ῥεύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ῥεῦμᾰ τὰ ῥεύμᾰτ
     κλητική ! ῥεῦμᾰ ῥεύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥεύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ῥευμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ῥεῦμα, ήδη στον Αισχύλο < *ρεϜ-μα < ῥέω [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ῥεῦμα, -ατος ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά, μεταφορικά) αυτό που ρέει, κυλάει όπως το ρεύμα ποταμού, πλημμύρα, περίσσεια, αφθονία, ροή μεγάλου αριθμού ομοειδών, π.χ. ανθρώπων κ.λπ.
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι
    • στίχ. 412 (412-413)
      τὰ πρῶτα μέν νυν ῥεῦμα Περσικοῦ στρατοῦ | ἀντεῖχεν·
      Λοιπόν, βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμα | του στόλου των Περσών,
      Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    • στίχ. 88 (87-90)
      δόκιμος δ᾽ οὔτις ὑποστὰς | μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν | ἐχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν | ἄμαχον κῦμα θαλάσσας·
      Και ποιός θα ᾽ταν ικανός να σταθεί αντίκρυ | στης ανθρώπινης το ρέμα της πλημμύρας | και με φράχτες, όσο στέριους, να κρατήσει | τ᾽ απολέμητο της θάλασσας το κύμα;
      Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 75.2
    καὶ οὐ πολὺ ὕστερον ἐς τὸν Πόντον ἐσπλεύσας Λάμαχος, ἐν τῇ Ἡρακλεώτιδι ὁρμίσας ἐς τὸν Κάλητα ποταμὸν ἀπόλλυσι τὰς ναῦς ὕδατος ἄνωθεν γενομένου καὶ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος·
    Λίγο αργότερα, ο Λάμαχος που είχε πάει στον Εύξεινο Πόντο και είχε αράξει στην Ηρακλειώτιδα, στις εκβολές του ποταμού Κάλη, έχασε όλα του τα καράβια από νεροποντή που έπεσε στα βουνά και φούσκωσε ξαφνικά το ρεύμα του ποταμού.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 5, 9.4
    ἄλλως τε ἐν μὲν τῷ τότε οἱ ποταμοὶ πάντες οἱ Ἰνδικοὶ πολλοῦ τε ὕδατος καὶ θολεροῦ ἔρρεον καὶ ὀξέος τοῦ ῥεύματος·
    Άλλωστε, όλοι οι ινδικοί ποταμοί έρρεαν τότε με πολύ θολό νερό και είχαν ορμητικό το ρεύμα τους,
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 159b
    τῷ γὰρ ὄντι τοῦτ᾽ ἐστὶ τὸ μίασμα τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ ὁ τάρταρος ὡς ἐν Ἅιδου, δεινῶν τινων ῥευμάτων καὶ πνεύματος ὁμοῦ καὶ πυρὸς συμπεφυρμένου καὶ νεκρῶν περίπλεως.
    Γιατί πραγματικά αυτό είναι το μίασμα της σάρκας μας και ο τάρταρος του σώματός μας, που, σαν τον Τάρταρο του Άδη, είναι γεμάτος από τρομερά ρεύματα, από αέρα ανακατεμένο με φωτιά, και από πτώματα.
    Μετάφραση (2004): Λυπουρλής, Δημήτριος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
  2. ρυάκι, χείμαρρος
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 28.1 @scaife.perseus
    καθάπερ χιόνος πολλῆς, ῥεύματα ἁδρὰ συμβαίνει γίνεσθαι.
  3. (για ηφαίστειο) ρυάκι λάβας, έκρηξη λάβας
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 116.2
    λέγεται δὲ πεντηκοστῷ ἔτει ῥυῆναι τοῦτο μετὰ τὸ πρότερον ῥεῦμα, τὸ δὲ ξύμπαν τρὶς γεγενῆσθαι τὸ ῥεῦμα ἀφ᾽ οὗ Σικελία ὑπὸ Ἑλλήνων οἰκεῖται.
    • Λένε ότι είχε να γίνει τέτοιο πράγμα πενήντα χρόνια και ότι, από τότε που η Σικελία κατοικήθηκε από Έλληνες, είχε συμβεί, τρεις φορές.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    • Λέγεται ότι η έκρηξις αύτη έγινε πενήντα έτη μετά την προηγουμένην, και ότι αφότου κατοικούν Έλληνες εις την Σικελίαν, τρεις εν όλω εκρήξεις έλαβον χώραν.
      Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος στη Βικιθήκη
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων (Mirabilium auscultationes)
    • [105.5, 840a] - @scaife.perseus
      καὶ τοῦ περὶ τὴν Αἴτνην ῥεύματος πολλάκις τὴν χώραν ἐπιδεδραμηκότος.
    • [154.1] - @scaife.perseus
      Τῶν ἐν Αἲτνῃ κρατήραων ἀναρραγέντων καὶ ἀνὰ τὴν γῆν φερομένων ἔνθα καὶ ἔνθα χειμάρρου δίκην, τὸ τῶν εὐσεβῶν γένος ἐτίμησε τὸ δαιμόνιον. Περικαταληφθέντων γὰρ ὑπὸ τοῦ ῥεύματος διὰ τὸ βαστάζειν γέροντας ἐπὶ τῶν ὥμων γονεῖς καὶ σώζειν, πλησίον αὠτῶν γενόμενον τὸ τοῦ πυρὸς ῥεῦμα ἐξεσχίσθη,
  4. (μετεωρολογία) πλημμύρα
  5. (μεταφορικά) ορμή, σφοδρότητα
  6. αυτό που μονίμως αλλάζει, που παρουσιάζει σταθερά διακυμάνσεις
    ⮡  τὸ τῆς τύχης ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ
  7. (ιατρική) εκκρίσεις του οργανισμού, απέκκριση, καταρροή
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης
    • Περὶ ἀρχαίας ἰητρικῆς, (De prisca medicina), 18, p.614, @scaife.perseus
      Τοῦτο μὲν, ὅσοισιν ἂν ἡμέων κόρυζα ἐγγένηται καὶ ῥεῦμα κινηθῇ διὰ τῶν ῥινέων, τοῦτο ὡς πολὺ δριμύτερον τοῦ πρότερον γινομένου τε καὶ ἰόντος ἐκ τῶν ῥινέων καθ ἑκάστην ἡμέρην, καὶ οἰδέειν μὲν ποιέει τὴν ῥῖνα,
    • Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.112,@scaife.perseus
    Ἐπειδὰν δὲ τὸ ῥεῦμα στῇ, ἀγριελαίης φύλλα ἑψήσας ἐν ὄξει ὡς ὀξυτάτῳ, διανιψάσθω τὰ αἰδοῖα·

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ῥέω

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.