ῥευματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ῥευματικός < ῥεῦμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ῥευματικός
- ο σχετικός με μια έκκριση
- σχετικός με νόσημα που έχει εκκρίσεις