καταρροή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταρροή οι καταρροές
      γενική της καταρροής των καταρροών
    αιτιατική την καταρροή τις καταρροές
     κλητική καταρροή καταρροές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταρροή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταρροή (η ροή προς τα κάτω). Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + -ρροή.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.ɾoˈi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ταρ‐ρο‐ή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταρροή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις καταρρέω, ροή και ρέω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταρροή οι καταρροές
      γενική της καταρροής των καταρροών
    αιτιατική την καταρροή τις καταρροές
     κλητική καταρροή καταρροές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταρροή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταρροή (η ροή προς τα κάτω). Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + -ρροή

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταρροή αἱ καταρροαί
      γενική τῆς καταρροῆς τῶν καταρροῶν
      δοτική τῇ καταρρο ταῖς καταρροαῖς
    αιτιατική τὴν καταρροήν τὰς καταρροᾱ́ς
     κλητική ! καταρροή καταρροαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταρροᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καταρροαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Πηγές[επεξεργασία]